κατασώτευση

κατασώτευση
η
κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασώτευση — η κατασπατάληση περιουσίας σε ασωτείες: Δεν του έμεινε τίποτε από την κατασώτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”